- κιτρινίζω
- βλ. κιτρινιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κιτρινίζω — κιτρινίζω, κιτρίνισα, κιτρινισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κιτρινίζω — [κίτρινος] 1. αποκτώ κίτρινο χρώμα 2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι … Dictionary of Greek
αλαφροκιτρινίζω — κιτρινίζω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κιτρινίζω] … Dictionary of Greek
ακιτρίνιστος — η, ο [κιτρινίζω] αυτός που δεν έχει κιτρινίσει … Dictionary of Greek
αποπελιούμαι — ἀποπελιοῡμαι ( όομαι) (Α) [πελιούμαι] γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
κατακιτρινίζω — [κατακίτρινος] 1. γίνομαι εντελώς κίτρινος, κιτρινίζω πάρα πολύ 2. καταχλωμιάζω, γίνομαι κάτωχρος 3. χρωματίζω κάτι εντελώς κίτρινο … Dictionary of Greek
κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… … Dictionary of Greek
κιρράζω — (Μ) [κιρρός] γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω … Dictionary of Greek